- σκιραφευτής
- σκῐρᾰφ-ευτής, οῦ, ὁ,A dice-player, Amphis 25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκιραφευτής — ὁ, Α αυτός που παίζει κύβους, ζάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίραφος + κατάλ. ευτής (πρβλ. κυβ ευτής)] … Dictionary of Greek
σκιραφευτήν — σκιραφευτής dice player masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)